-
1 ευθυ
I(ῠ) adv.1) прямым путем, прямо, напрямик(Πύλονδε и ἐς Πύλον HH.; πρὸς τὰ νυμφικὰ λέχη Soph.)
εὐ. τέν ἐπὴ Βαβυλῶνος ἄγειν τινά Xen. — вести кого-л. прямо в Вавилон;ἥ εὐ. ὁδός Plat. — прямой путь2) против, наперекор(τοῦ δαιμονίου Plat.)
II(τῆς Φασήλιδος Thuc.; Ἐφέσου καὴ Ἰωνίας Plat.)
- έος τό досл. прямизна, перен. прямотаεἰς τὸ εὐ. Xen., Luc. — прямо;
τὸ εὐ. καὴ τὸ ἐλεύθερον Plat. — прямота и независимость;ἀπὸ и ἐκ τοῦ εὐθέος Thuc., κατ΄ εὐ. Arst. — напрямик, без обиняков
См. также в других словарях:
πιτύουσα — και δ. γρφ. πιτυοῡσσα, ἡ, Α [πίτυς] 1. (μόνο στον τ. πιτύουσα) το φυτό ευφόρβιο 2. ως κύριο όν. Πιτυοῡσσα προσωνυμία πολλών αρχαίων πόλεων, όπως λ·χ. τής Μιλήτου, τής Φασήλιδος, τής Λαμψάκου κ.ά., ή νησιών, όπως λ.χ. τής Χίου, τών Σπετσών, τής… … Dictionary of Greek